πετάλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πετάλιο | τα | πετάλια |
γενική | του | πεταλίου & πετάλιου |
των | πεταλίων |
αιτιατική | το | πετάλιο | τα | πετάλια |
κλητική | πετάλιο | πετάλια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πετάλιο < ελληνιστική κοινή πετάλιον[1] < αρχαία ελληνική πέταλον < πετάννυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπετάλιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πετάλιο
|
- ↑ πετάλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.