κυτταρογενετική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυτταρογενετική | ||
γενική | της | κυτταρογενετικής | ||
αιτιατική | την | κυτταρογενετική | ||
κλητική | κυτταρογενετική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακυτταρογενετική θηλυκό
- (βιολογία) επιστημονικός κλάδος που μελετά την κληρονομικότητα των κυττάρων και των χρωμοσωμάτων τους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κυτταρογένεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυτταρογενετική
|