κυτταροστατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυτταροστατικός < κύτταρο + -ο- + στατικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cytostatic)
Επίθετο
επεξεργασίακυτταροστατικός, -ή, -ό
- (ιατρική, βιολογία) που αναστέλλει την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυτταροστατικός