μεσοκυττάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσοκυττάριος < μεσο- + κύτταρο + -ιος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intercellulaire[1])
Επίθετο επεξεργασία
μεσοκυττάριος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσοκυττάριος
- ↑ μεσοκυττάριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας