μονοκύτταρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μονοκύτταρος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μονοκύτταρος
- που αποτελείται από ένα κύτταρο
- η αμοιβάδα είναι ένας μονοκύτταρος οργανισμός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μονοκύτταρος