Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελληνοαλβανικός η ελληνοαλβανική το ελληνοαλβανικό
      γενική του ελληνοαλβανικού της ελληνοαλβανικής του ελληνοαλβανικού
    αιτιατική τον ελληνοαλβανικό την ελληνοαλβανική το ελληνοαλβανικό
     κλητική ελληνοαλβανικέ ελληνοαλβανική ελληνοαλβανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελληνοαλβανικοί οι ελληνοαλβανικές τα ελληνοαλβανικά
      γενική των ελληνοαλβανικών των ελληνοαλβανικών των ελληνοαλβανικών
    αιτιατική τους ελληνοαλβανικούς τις ελληνοαλβανικές τα ελληνοαλβανικά
     κλητική ελληνοαλβανικοί ελληνοαλβανικές ελληνοαλβανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελληνοαλβανικός < Έλλην(ας) + -ο- + αλβανικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.li.no.al.va.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελ‐λη‐νο‐αλ‐βα‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ελληνοαλβανικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία