Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενοπρεπής η ξενοπρεπής το ξενοπρεπές
      γενική του ξενοπρεπούς* της ξενοπρεπούς του ξενοπρεπούς
    αιτιατική τον ξενοπρεπή την ξενοπρεπή το ξενοπρεπές
     κλητική ξενοπρεπή(ς) ξενοπρεπής ξενοπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενοπρεπείς οι ξενοπρεπείς τα ξενοπρεπή
      γενική των ξενοπρεπών των ξενοπρεπών των ξενοπρεπών
    αιτιατική τους ξενοπρεπείς τις ξενοπρεπείς τα ξενοπρεπή
     κλητική ξενοπρεπείς ξενοπρεπείς ξενοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενοπρεπής < αρχαία ελληνική ξένος + -πρεπής

  Επίθετο επεξεργασία

ξενοπρεπής

  1. που ταιριάζει στους ξένους, τους χαρακτηρίζει
    το ντύσιμο του ήταν ξενοπρεπές, φαινόταν από μακριά πως δεν ήταν από εδώ
  2. που είναι περίεργος, ασυνήθιστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία