βυζαντινολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βυζαντινολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: βυζαντινός (< υστερολατινική byzantinus < Byzantium < αρχαία ελληνική Βυζάντιον < Βύζας < θρακικά ) + -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβυζαντινολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που μελετά τη βυζαντινή ιστορία, τέχνη, πολιτισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία βυζαντινολόγος