Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυζαντινολογώ < βυζαντινός + -ο- + -λογώ

  Ρήμα επεξεργασία

βυζαντινολογώ

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία