πρωτοβυζαντινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτοβυζαντινός < πρωτο- + βυζαντινός
Επίθετο επεξεργασία
πρωτοβυζαντινός, -ή, -ό
- Ο αναφερόμενος στην πρώτη περίοδο του Βυζαντίου: περίπου από το 330 μ.χ. (εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης) έως το 726 μ.χ. (αρχή της εικονομαχίας). Σημείωση: Οι ημερομηνίες είναι ενδεικτικές μιας και δεν υπάρχει ομοφωνία.
- ↪ Σώζεται έως σήμερα ο πρωτοβυζαντινός Ναός της Γεννήσεως του Σωτήρος στα Ιεροσόλυμα.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτοβυζαντινός