παγανιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παγανιστής < παγανισμ(ός) + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαγανιστής αρσενικό (θηλυκό: παγανίστρια)
- ο πιστός του παγανισμού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παγανισμός