γρηγοριανός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γρηγοριανός < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεσαιωνική λατινική gregorianus < Gregorius (Γρηγόριος) + -anus (-ανός)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γρηγοριανός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε άτομο με το όνομα Γρηγόριος
- (ειδικότερα) που αναφέρεται στο ημερολόγιο που θέσπισε ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄