Δείτε επίσης: αὔριο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αύριο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αὔριο < αρχαία ελληνική αὔριον[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.vɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αύ‐ρι‐ο

  Επίρρημα επεξεργασία

αύριο (χρονικό επίρρημα)

  1. κατά τη διάρκεια της μέρας που έρχεται μετά από τη σημερινή
  2. κατά το προσεχές μέλλον
    ※  Πρέπει να κάνει καριέρα, αύριο θα παντρευτεί, θα κάνει οικογένεια (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αύριο ουδέτερο άκλιτο (αύριον)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

αντιπροχτές, αντιπροχθές, αντίπροχτες, αντίπροχθες προχθές, προχτές χτες, χθες, εχτές, εχθές σήμερα αύριο μεθαύριο, μεθαύριον αντιμεθαύριο, παραμεθαύριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία