αύριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αύριο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αὔριο < αρχαία ελληνική αὔριον[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.vɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αύ‐ρι‐ο
Επίρρημα επεξεργασία
αύριο (χρονικό επίρρημα)
- κατά τη διάρκεια της μέρας που έρχεται μετά από τη σημερινή
- κατά το προσεχές μέλλον
- ※ Πρέπει να κάνει καριέρα, αύριο θα παντρευτεί, θα κάνει οικογένεια (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αύριο ουδέτερο άκλιτο (αύριον)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
αντιπροχτές, αντιπροχθές, αντίπροχτες, αντίπροχθες | προχθές, προχτές | χτες, χθες, εχτές, εχθές | σήμερα | αύριο | μεθαύριο, μεθαύριον | αντιμεθαύριο, παραμεθαύριο |
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίρρημα
|
ουσιαστικό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αύριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας