Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυριανός η αυριανή το αυριανό
      γενική του αυριανού της αυριανής του αυριανού
    αιτιατική τον αυριανό την αυριανή το αυριανό
     κλητική αυριανέ αυριανή αυριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυριανοί οι αυριανές τα αυριανά
      γενική των αυριανών των αυριανών των αυριανών
    αιτιατική τους αυριανούς τις αυριανές τα αυριανά
     κλητική αυριανοί αυριανές αυριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυριανός < αύριο + -ανός

  Επίθετο επεξεργασία

αυριανός

  1. που αναφέρεται στο αύριο ή έχει σχέση με το αύριο
  2. (κατ’ επέκταση) μελλοντικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία