ejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ejo | ejoj |
αιτιατική | ejon | ejojn |
ejo (eo)
- ο χώρος
Κινιαρουάντα (rw)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαejo (rw)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ejo | ejoj |
αιτιατική | ejon | ejojn |
ejo (eo)
ejo (rw)