αντιμεθαύριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιμεθαύριο < αντι- + μεθαύριο < (ελληνιστική κοινή) μεθαύριον < μετά + αρχαία ελληνική αὔριον
Επίρρημα
επεξεργασίααντιμεθαύριο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίααντιπροχτές, αντιπροχθές, αντίπροχτες, αντίπροχθες | προχθές, προχτές | χτες, χθες, εχτές, εχθές | σήμερα | αύριο | μεθαύριο, μεθαύριον | αντιμεθαύριο, παραμεθαύριο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιμεθαύριο