Δείτε επίσης: αμερικανίδα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αμερικανίδα οι Αμερικανίδες
      γενική της Αμερικανίδας των Αμερικανίδων
    αιτιατική την Αμερικανίδα τις Αμερικανίδες
     κλητική Αμερικανίδα Αμερικανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Αμερικανίδα < (καθαρεύουσα) Ἀμερικανίς < Αμερικαν(ός) + -ίς > -ίδα. [1] Συγκρίνετε με το Αμερικανή και Αμερικάνα.

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αμερικανίδα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία