αμερικανίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.me.ɾi.kaˈni.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐ρι‐κα‐νί‐δα
Κύριο όνομα επεξεργασία
αμερικανίδα θηλυκό
- (εθνικό όνομα σε επιθετική λειτουργία) θηλυκό του αμερικανός, η Αμερικανίδα
Άλλες μορφές επεξεργασία
- αμερικάνα (οικείο)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις Αμερικανός και Αμερική
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αμερικανός
αμερικανίδα
|