puritano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- puritano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | puritano | puritanoj |
αιτιατική | puritanon | puritanojn |
puritano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | puritano | puritanoj |
αιτιατική | puritanon | puritanojn |
puritano (eo)