στεγανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαστεγανά
- με στεγανό τρόπο, με στεγανότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία στεγανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστεγανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στεγανός