Ετυμολογία

επεξεργασία
kışla < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɯʃˈɫɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: kış‐la

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kışla (tr)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. kışla - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν