στρατωνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατωνίζω < στρατών.
Ρήμα
επεξεργασίαστρατωνίζω
- Παρέχω κατάλυμα σε στρατιώτες.
- Που θα στρατωνίσουμε τον 3ο λόχο;
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στρατωνίζω | στρατώνιζα | θα στρατωνίζω | να στρατωνίζω | στρατωνίζοντας | |
β' ενικ. | στρατωνίζεις | στρατώνιζες | θα στρατωνίζεις | να στρατωνίζεις | στρατώνιζε | |
γ' ενικ. | στρατωνίζει | στρατώνιζε | θα στρατωνίζει | να στρατωνίζει | ||
α' πληθ. | στρατωνίζουμε | στρατωνίζαμε | θα στρατωνίζουμε | να στρατωνίζουμε | ||
β' πληθ. | στρατωνίζετε | στρατωνίζατε | θα στρατωνίζετε | να στρατωνίζετε | στρατωνίζετε | |
γ' πληθ. | στρατωνίζουν(ε) | στρατώνιζαν στρατωνίζαν(ε) |
θα στρατωνίζουν(ε) | να στρατωνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στρατώνισα | θα στρατωνίσω | να στρατωνίσω | στρατωνίσει | ||
β' ενικ. | στρατώνισες | θα στρατωνίσεις | να στρατωνίσεις | στρατώνισε | ||
γ' ενικ. | στρατώνισε | θα στρατωνίσει | να στρατωνίσει | |||
α' πληθ. | στρατωνίσαμε | θα στρατωνίσουμε | να στρατωνίσουμε | |||
β' πληθ. | στρατωνίσατε | θα στρατωνίσετε | να στρατωνίσετε | στρατωνίστε | ||
γ' πληθ. | στρατώνισαν στρατωνίσαν(ε) |
θα στρατωνίσουν(ε) | να στρατωνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στρατωνίσει | είχα στρατωνίσει | θα έχω στρατωνίσει | να έχω στρατωνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις στρατωνίσει | είχες στρατωνίσει | θα έχεις στρατωνίσει | να έχεις στρατωνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει στρατωνίσει | είχε στρατωνίσει | θα έχει στρατωνίσει | να έχει στρατωνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στρατωνίσει | είχαμε στρατωνίσει | θα έχουμε στρατωνίσει | να έχουμε στρατωνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε στρατωνίσει | είχατε στρατωνίσει | θα έχετε στρατωνίσει | να έχετε στρατωνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στρατωνίσει | είχαν στρατωνίσει | θα έχουν στρατωνίσει | να έχουν στρατωνίσει |
|