Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπῆγε στὸ καρτέρι < → δείτε τις λέξεις πηγαίνω, ἐπῆγε, στό και καρτέρι

  Έκφραση

επεξεργασία

ἐπῆγε στὸ καρτέρι

  1. (για γυναίκα) έγινε πόρνη
  2. σκοτώθηκε