παρτέρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρτέρι | τα | παρτέρια |
γενική | του | παρτεριού | των | παρτεριών |
αιτιατική | το | παρτέρι | τα | παρτέρια |
κλητική | παρτέρι | παρτέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρτέρι < (άμεσο δάνειο) γαλλική parterre < par + terre
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρτέρι ουδέτερο
- ξεχωριστό μέρος ενός κήπου στο οποίο καλλιεργούνται συνήθως λουλούδια ή άλλα καλλωπιστικά φυτά