Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ambush ambushes

ambush (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η ενέδρα
    ⮡  We were constantly changing course to avoid enemy ambushes.
    Αλλάζαμε διαρκώς πορεία, για να αποφύγουμε τις ενέδρες του εχθρού.
ενεστώτας ambush
γ΄ ενικό ενεστώτα ambushes
αόριστος ambushed
παθητική μετοχή ambushed
ενεργητική μετοχή ambushing

ambush (en)

  • παραμονεύω, κάνω μια αιφνιδιαστική επίθεση σε κάποιον ή κάτι από μια κρυφή θέση
    ⮡  They ambushed him outside of the village.
    Τον παραμόνεψαν έξω από το χωριό.