φυλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλακτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυλακτικός (που διατηρεί)
Επίθετο
επεξεργασίαφυλακτικός, -ή, -ό
- που φυλάσσει, που προφυλάσσει
- ※ Μετά την πρόσληψη έκτακτου φυλακτικού προσωπικού, ο αρχαιολογικός χώρος θα λειτουργεί καθημερινά εκτός Δευτέρας από τις 9:00 έως τις 16:00. (archaiologia.gr)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυλακτικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλακτικός < φυλάσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαφυλακτικός, -ή, -όν
- ο φύλακας, που προφυλάσσει κάτι, που φυλάει κάτι, το επιτηρεί
- που φυλάσσει μια ανάμνηση, αρχείο
- ο προσεκτικός, ο επιφυλακτικός, ο συγκρατημένος
Πηγές
επεξεργασία- φυλακτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυλακτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.