Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωροφυλακίστικος η χωροφυλακίστικη το χωροφυλακίστικο
      γενική του χωροφυλακίστικου της χωροφυλακίστικης του χωροφυλακίστικου
    αιτιατική τον χωροφυλακίστικο τη χωροφυλακίστικη το χωροφυλακίστικο
     κλητική χωροφυλακίστικε χωροφυλακίστικη χωροφυλακίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωροφυλακίστικοι οι χωροφυλακίστικες τα χωροφυλακίστικα
      γενική των χωροφυλακίστικων των χωροφυλακίστικων των χωροφυλακίστικων
    αιτιατική τους χωροφυλακίστικους τις χωροφυλακίστικες τα χωροφυλακίστικα
     κλητική χωροφυλακίστικοι χωροφυλακίστικες χωροφυλακίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωροφυλακίστικος < χωροφύλακας

  Επίθετο επεξεργασία

χωροφυλακίστικος

  • σχετικός με τη συμπεριφορά που παρέπεμπε σε χωροφύλακα όταν η χωροφυλακή υπήρχε και ασκούσε αστυνομικά αλλά και στρατιωτικά καθήκοντα

  Μεταφράσεις επεξεργασία