Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα φύλακτρα
      γενική των φυλάκτρων
    αιτιατική τα φύλακτρα
     κλητική φύλακτρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύλακτρα < μεσαιωνική ελληνική φύλακτρον (όμως με κάπως διαφορετική έννοια αφού τότε το φύλακτρον κατά τον Τριανταφυλλίδη είχε την έννοια του φόρου για την αμοιβή των αστυνομικών)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φύλακτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • αμοιβή για τη φύλαξη αντικειμένων συνήθως σε ειδικές αποθήκες αλλά και υπό ποικίλες περιστάσεις
Πληρώνουμε 90.000 ευρώ για φύλακτρα του ελληνικού χρυσού σε τρεις ξένες τράπεζες (Ημερησία, 8/2/2011)

  Μεταφράσεις επεξεργασία