Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφυλακισμένος η αποφυλακισμένη το αποφυλακισμένο
      γενική του αποφυλακισμένου της αποφυλακισμένης του αποφυλακισμένου
    αιτιατική τον αποφυλακισμένο την αποφυλακισμένη το αποφυλακισμένο
     κλητική αποφυλακισμένε αποφυλακισμένη αποφυλακισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφυλακισμένοι οι αποφυλακισμένες τα αποφυλακισμένα
      γενική των αποφυλακισμένων των αποφυλακισμένων των αποφυλακισμένων
    αιτιατική τους αποφυλακισμένους τις αποφυλακισμένες τα αποφυλακισμένα
     κλητική αποφυλακισμένοι αποφυλακισμένες αποφυλακισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.fi.la.ciˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐φυ‐λα‐κι‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

αποφυλακισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία