Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναφυλακτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναφυλακτικ
ός
η
αναφυλακτικ
ή
το
αναφυλακτικ
ό
γενική
του
αναφυλακτικ
ού
της
αναφυλακτικ
ής
του
αναφυλακτικ
ού
αιτιατική
τον
αναφυλακτικ
ό
την
αναφυλακτικ
ή
το
αναφυλακτικ
ό
κλητική
αναφυλακτικ
έ
αναφυλακτικ
ή
αναφυλακτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναφυλακτικ
οί
οι
αναφυλακτικ
ές
τα
αναφυλακτικ
ά
γενική
των
αναφυλακτικ
ών
των
αναφυλακτικ
ών
των
αναφυλακτικ
ών
αιτιατική
τους
αναφυλακτικ
ούς
τις
αναφυλακτικ
ές
τα
αναφυλακτικ
ά
κλητική
αναφυλακτικ
οί
αναφυλακτικ
ές
αναφυλακτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναφυλακτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αναφυλακτικός, -ή, -ό
σχετικός με
αναφυλαξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναφυλακτικός
γαλλικά
:
anaphylactique
(fr)