anaphylactique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
anaphylactique | anaphylactiques |
Επίθετο
επεξεργασίαanaphylactique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- choc anaphylactique: αναφυλακτικό σοκ
ενικός | πληθυντικός |
anaphylactique | anaphylactiques |
anaphylactique (fr) αρσενικό ή θηλυκό