αναφυλαξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναφυλαξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anaphylaxie < αρχαία ελληνική ἀνά + φύλαξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναφυλαξία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναφυλαξία
αναφυλαξία θηλυκό