θεοφύλακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοφύλακτος < ελληνιστική κοινή θεοφυλακτόν
Επίθετο επεξεργασία
θεοφύλακτος
- που τον προστατεύει ο θεός
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεοφύλακτος
|
θεοφύλακτος
|