Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vi.ʒil/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vigile vigiles

vigile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vigile (fr) θηλυκό