Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιφυλακτικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επιφυλακτικότητ
α
οι
επιφυλακτικότητ
ες
γενική
της
επιφυλακτικότητ
ας
των
επιφυλακτικοτήτ
ων
αιτιατική
την
επιφυλακτικότητ
α
τις
επιφυλακτικότητ
ες
κλητική
επιφυλακτικότητ
α
επιφυλακτικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιφυλακτικότητα
<
επιφυλακτικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιφυλακτικότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
επιφυλακτικός
, η
ιδιότητα
του
επιφυλακτικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιφυλακτικότητα
αγγλικά
:
reticence
(en)
,
cautiousness
(en)
γαλλικά
:
réticence
(fr)