φυλακίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.laˈci.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐λα‐κί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαφυλακίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος φυλακίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφυλακίζομαι (ελληνιστική κοινή)
- (παθητική διάθεση) μεσοπαθητική φωνή του ρήματος φυλακίζω