Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προφυλακτικός η προφυλακτική το προφυλακτικό
      γενική του προφυλακτικού της προφυλακτικής του προφυλακτικού
    αιτιατική τον προφυλακτικό την προφυλακτική το προφυλακτικό
     κλητική προφυλακτικέ προφυλακτική προφυλακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προφυλακτικοί οι προφυλακτικές τα προφυλακτικά
      γενική των προφυλακτικών των προφυλακτικών των προφυλακτικών
    αιτιατική τους προφυλακτικούς τις προφυλακτικές τα προφυλακτικά
     κλητική προφυλακτικοί προφυλακτικές προφυλακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφυλακτικός < ελληνιστική κοινή προφυλακτικός < αρχαία ελληνική προφυλάσσω / προφυλάττω < πρό + φυλάττω / φυλάσσω

  Επίθετο επεξεργασία

προφυλακτικός

  1. που προφυλάσσει, που συμβάλει στην προφύλαξη
  2. (ουσιαστικοποιημένο) προφυλακτικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία