Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπιφύλακτος η ανεπιφύλακτη το ανεπιφύλακτο
      γενική του ανεπιφύλακτου της ανεπιφύλακτης του ανεπιφύλακτου
    αιτιατική τον ανεπιφύλακτο την ανεπιφύλακτη το ανεπιφύλακτο
     κλητική ανεπιφύλακτε ανεπιφύλακτη ανεπιφύλακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπιφύλακτοι οι ανεπιφύλακτες τα ανεπιφύλακτα
      γενική των ανεπιφύλακτων των ανεπιφύλακτων των ανεπιφύλακτων
    αιτιατική τους ανεπιφύλακτους τις ανεπιφύλακτες τα ανεπιφύλακτα
     κλητική ανεπιφύλακτοι ανεπιφύλακτες ανεπιφύλακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεπιφύλακτος < (καθαρεύουσα) ἀνεπιφύλακτος. Μορφολογικά, αν- στερητικό + επιφυλακ-(ἐπιφύλαξις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐπιφυλάσσω. [1]

  Επίθετο επεξεργασία

ανεπιφύλακτος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη επιφυλάσσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία