ολόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολόψυχος | η | ολόψυχη | το | ολόψυχο |
γενική | του | ολόψυχου | της | ολόψυχης | του | ολόψυχου |
αιτιατική | τον | ολόψυχο | την | ολόψυχη | το | ολόψυχο |
κλητική | ολόψυχε | ολόψυχη | ολόψυχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολόψυχοι | οι | ολόψυχες | τα | ολόψυχα |
γενική | των | ολόψυχων | των | ολόψυχων | των | ολόψυχων |
αιτιατική | τους | ολόψυχους | τις | ολόψυχες | τα | ολόψυχα |
κλητική | ολόψυχοι | ολόψυχες | ολόψυχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ολόψυχος < ελληνιστική κοινή ὁλόψυχος < αρχαία ελληνική ὅλος + ψυχή, αναλύεται ολό- + -ψυχος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈlo.psi.xos/
Επίθετο
επεξεργασίαολόψυχος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολόψυχος