ολοψύχως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολοψύχως < ελληνιστική κοινή ὁλοψύχως
Επίρρημα επεξεργασία
ολοψύχως
- (λόγιο) άλλη μορφή του ολόψυχα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολοψύχως
|
Δείτε επίσης : ὁλοψύχως, ολόψυχος, ὁλόψυχος |
ολοψύχως
|