Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόθερμος η ολόθερμη το ολόθερμο
      γενική του ολόθερμου της ολόθερμης του ολόθερμου
    αιτιατική τον ολόθερμο την ολόθερμη το ολόθερμο
     κλητική ολόθερμε ολόθερμη ολόθερμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόθερμοι οι ολόθερμες τα ολόθερμα
      γενική των ολόθερμων των ολόθερμων των ολόθερμων
    αιτιατική τους ολόθερμους τις ολόθερμες τα ολόθερμα
     κλητική ολόθερμοι ολόθερμες ολόθερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολόθερμος < ολο- + θερμός

  Επίθετο επεξεργασία

ολόθερμος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία