Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολόθερμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολόθερμ
ος
η
ολόθερμ
η
το
ολόθερμ
ο
γενική
του
ολόθερμ
ου
της
ολόθερμ
ης
του
ολόθερμ
ου
αιτιατική
τον
ολόθερμ
ο
την
ολόθερμ
η
το
ολόθερμ
ο
κλητική
ολόθερμ
ε
ολόθερμ
η
ολόθερμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολόθερμ
οι
οι
ολόθερμ
ες
τα
ολόθερμ
α
γενική
των
ολόθερμ
ων
των
ολόθερμ
ων
των
ολόθερμ
ων
αιτιατική
τους
ολόθερμ
ους
τις
ολόθερμ
ες
τα
ολόθερμ
α
κλητική
ολόθερμ
οι
ολόθερμ
ες
ολόθερμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολόθερμος
<
ολο-
+
θερμός
Επίθετο
επεξεργασία
ολόθερμος
ολόψυχος
Συγγενικά
επεξεργασία
ολόθερμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολόθερμος
→
δείτε
τη λέξη
ολόψυχος