Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολόθερμα < ολόθερμος + < ολο- + θερμός

  Επίρρημα επεξεργασία

ολόθερμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία