wholehearted
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | wholehearted |
συγκριτικός | more wholehearted |
υπερθετικός | most wholehearted |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwholehearted (en)
- ολόψυχος, ανεπιφύλακτος
- ⮡ wholehearted support - ολόψυχη υποστήριξη
- ⮡ You have my wholehearted support.
- Έχεις την ανεπιφύλακτη υποστήριξή μου.