wholeheartedly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | wholeheartedly |
συγκριτικός | more wholeheartedly |
υπερθετικός | most wholeheartedly |
Ετυμολογία
επεξεργασία- wholeheartedly < wholehearted + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαwholeheartedly (en)
- ολόψυχα, ανεπιφύλακτα, με όλη μου την καρδιά, τελείως και με ενθουσιώδη τρόπο
- ⮡ He wholeheartedly applies himself to his work.
- Αφοσιώνεται ολόψυχα στη δουλειά του.
- ⮡ I trust you wholeheartedly.
- Σε εμπιστεύομαι ανεπιφύλακτα.
- ⮡ He wholeheartedly applies himself to his work.