φυλάκιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυλάκιο | τα | φυλάκια |
γενική | του | φυλακίου | των | φυλακίων |
αιτιατική | το | φυλάκιο | τα | φυλάκια |
κλητική | φυλάκιο | φυλάκια | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φυλάκιο < φυλάκιον < φυλάσσω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φυλάκιο ουδέτερο
- οίκημα προορισμένο για τη στέγαση ενός μικρού αριθμού στρατιωτών οι οποίοι έχουν την αποστολή της φύλαξης της περιοχής.
- μικρών διαστάσεων κτίσμα προορισμένο για την προσωρινή παραμονή σε αυτό ενός φρουρού
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φυλάκιο