αρχιφύλαξ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρχιφύλαξ αρσενικό
- (παρωχημένο) αρχιφύλακας (συνήθως στην κλητική ενικού)
Πηγές
επεξεργασία- «αρχιφύλακας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)