προφυλακίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προφυλακίζω < μεσαιωνική ελληνική προφυλακίζω[1] [2] < ελληνιστική κοινή φυλακίζω[3] < αρχαία ελληνική φύλαξ
Ρήμα επεξεργασία
προφυλακίζω (παθητική φωνή: προφυλακίζομαι)
- (νομικός όρος) φυλακίζω κάποιον πριν διεξαχθεί η δίκη
Συγγενικά επεξεργασία
- προφυλάκιση
- προφυλακισμένος
- προφυλακισμός
- προφυλακιστέος
- → δείτε τις λέξεις προ, φυλακίζω και φυλακή
Δείτε επίσης επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προφυλακίζω | προφυλάκιζα | θα προφυλακίζω | να προφυλακίζω | προφυλακίζοντας | |
β' ενικ. | προφυλακίζεις | προφυλάκιζες | θα προφυλακίζεις | να προφυλακίζεις | προφυλάκιζε | |
γ' ενικ. | προφυλακίζει | προφυλάκιζε | θα προφυλακίζει | να προφυλακίζει | ||
α' πληθ. | προφυλακίζουμε | προφυλακίζαμε | θα προφυλακίζουμε | να προφυλακίζουμε | ||
β' πληθ. | προφυλακίζετε | προφυλακίζατε | θα προφυλακίζετε | να προφυλακίζετε | προφυλακίζετε | |
γ' πληθ. | προφυλακίζουν(ε) | προφυλάκιζαν προφυλακίζαν(ε) |
θα προφυλακίζουν(ε) | να προφυλακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προφυλάκισα | θα προφυλακίσω | να προφυλακίσω | προφυλακίσει | ||
β' ενικ. | προφυλάκισες | θα προφυλακίσεις | να προφυλακίσεις | προφυλάκισε | ||
γ' ενικ. | προφυλάκισε | θα προφυλακίσει | να προφυλακίσει | |||
α' πληθ. | προφυλακίσαμε | θα προφυλακίσουμε | να προφυλακίσουμε | |||
β' πληθ. | προφυλακίσατε | θα προφυλακίσετε | να προφυλακίσετε | προφυλακίστε | ||
γ' πληθ. | προφυλάκισαν προφυλακίσαν(ε) |
θα προφυλακίσουν(ε) | να προφυλακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προφυλακίσει | είχα προφυλακίσει | θα έχω προφυλακίσει | να έχω προφυλακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προφυλακίσει | είχες προφυλακίσει | θα έχεις προφυλακίσει | να έχεις προφυλακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προφυλακίσει | είχε προφυλακίσει | θα έχει προφυλακίσει | να έχει προφυλακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προφυλακίσει | είχαμε προφυλακίσει | θα έχουμε προφυλακίσει | να έχουμε προφυλακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προφυλακίσει | είχατε προφυλακίσει | θα έχετε προφυλακίσει | να έχετε προφυλακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προφυλακίσει | είχαν προφυλακίσει | θα έχουν προφυλακίσει | να έχουν προφυλακίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ προφυλακίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ προφυλακίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ φυλακίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.