Ετυμολογία

επεξεργασία
καστροφύλαξ, λέξη του 12ου, 13ου αιώνα < κάστρ(ον) + -ο- + φύλαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καστροφύλαξ αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • τζάκων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κάστρον