Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάστρον, από τον 6ο αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική castrum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάστρον ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  • κάστρα (πληθυντικός για «τὸ κάστρο(ν)»)
  • κάστρη (πληθυντικός για «τὸ κάστρος»)

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
καστρ- 

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία