κάστρον
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάστρον, από τον 6ο αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική castrum
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάστρον ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
καστρ-
καστρ-
- ἀσπρόκαστρον
- δρακοντόκαστρον
- ἐκκαστρίζω
- ἐνσήκαστρον
- ἐξώκαστρον, 'ξώκαστρον, ὀξώκαστρον
- ἐρημόκαστρον
- Ἐρωτόκαστρον
- ἐσώκαστρον, 'σώκαστρον
- ἰδιόκαστρον
- καστράκιον, καστράκιν
- καστρανοίκτης
- καστρένσιος
- καστρεύω
- καστρηνός
- καστρήσιος
- Καστρησίακον
- καστριανός, καστριγιανός
- καστρίδιον
- καστρινός
- καστριώτης
- καστροκτισία
- καστροκτίστης
- καστρομαχέω
- καστρομαχία
- καστροπόλεμος
- καστροπολεμῶ, καστροπολεμέω
- καστρότειχον
- καστροτρυπητής
- καστροφυλαγμένος, καστροφυλαμένος
- καστροφύλακας, καστροφύλαξ
- καστροφυλακέω
- καστροχαλαστής, καστροχαλάστης
- κάστρωθεν
- καστρωτός
- μεσόκαστρον
- Νεοκαστρίτης, Νεόκαστρα (Μικράς Ασίας)
- νεόκαστρον
- ξυλόκαστρον
- ὁσπιτόκαστρον
- παλαιόκαστρον, παλιόκαστρο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κάστρον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].