castrum
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- castrum < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kes- (κόβω, χωρίζω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
castrum (la) ουδέτερο
- κάθε οχυρή θέση
- κάστρο
- (στον πληθυντικό) castra: στρατόπεδο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | castrum | castra |
γενική | castrī | castrōrum |
δοτική | castrō | castrīs |
αιτιατική | castrum | castra |
κλητική | castrum | castra |
αφαιρετική | castrō | castrīs |
ΑπόγονοιΕπεξεργασία
castrum (λατινικά)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «castrum» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.